- οποιοσούν
- ὁποιοσοῡν, ὁποιαοῡν, ὁποιονοῡν (Α)(αόρ. αντων.) βλ. οποίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁποιοσοῦν — ὁποῖος of what sort indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… … Dictionary of Greek